- ψευδοκύστη
- η, Ν1. βιολ. υπολειμματική μάζα πρωτοπλάσματος που διογκώνεται και διαρρηγνύεται απελευθερώνοντας σπόρια σποροζώων2. ιατρ. κυστεοειδής κοίλος σχηματισμός που έχει τοίχωμα μόνο από συνδετικό ιστό, χωρίς επιθηλιακή επένδυση.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. pseudocyst (< ψευδ[ο]-* + κύστη)].
Dictionary of Greek. 2013.